Η συγκεκριμένη φράση προήλθε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας ζούσε στην Αθήνα ο Αλβανός Κιουλάκ Βογιατζή. Γύριζε στα σπίτια και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ήταν δύο μέτρα ψηλός με ένα άγριο πρόσωπο που ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Ο Κιουλάκ κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε όσους χρωστούσαν, ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας ζούσε στην Αθήνα ο Αλβανός Κιουλάκ Βογιατζή. Γύριζε στα σπίτια και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ήταν δύο μέτρα ψηλός με ένα άγριο πρόσωπο που ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Ο Κιουλάκ κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε όσους χρωστούσαν, ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.