Back to Top

Γιατί οδηγούμε από τη δεξιά πλευρά του δρόμου;


Οι πρώτες μετακινήσεις σε δρόμους γινόταν από την αριστερή πλευρά, την αντίθετη δηλαδή από την σημερινή. Παρόλα αυτά, στις περισσότερες χώρες σήμερα (περίπου το 75%) τα οχήματα κινούνται στην δεξιά πλευρά του δρόμου. Η κίνηση στην αριστερή πλευρά καθιερώθηκε τον Μεσαίωνα, όπου οι δρόμοι της εποχής ήταν και τότε δρόμοι διπλής κατεύθυνσης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το 85-90% των ανθρώπων είναι δεξιόχειρες. Κινούμενοι οι καβαλάρηδες στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μπορούσαν να κρατούν το σπαθί με το δεξί τους χέρι. Έτσι, σε περίπτωση που εμφανιζόταν κάποιος με επιθετικές βλέψεις, υπερασπιζόταν την ζωή τους με το πιο καλό και επιδέξιο χέρι τους.

Η αλλαγή της πλευράς οφείλεται στους Γάλλους, με πιο πιθανό υπαίτιο τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Την εποχή του (τέλη 18ου αιώνα), οι άμαξες είχαν αυξηθεί πολύ. Οι οδηγοί τους καθόταν στην αριστερή μεριά της άμαξας για να χρησιμοποιούν το καμτσίκι με το καλό δεξί τους χέρι. Από την θέση αυτή, ο οδηγός μπορούσε μεν να ελέγξει την πορεία όλων των αλόγων, δεν μπορούσε όμως να ελέγξει το πόσο κοντά ήταν στις άλλες άμαξες που περνούσαν δίπλα του όταν διασταυρωνόταν. Τα πολλά ατυχήματα που προκλήθηκαν ανάγκασαν τον Ναπολέοντα να κάνει την κίνηση στα δεξιά υποχρεωτική.

Φωτογραφία: https://pxhere.com/en/photo/1190683

Σόλωνας: Ο θεμελιωτής της δημοκρατίας


Μολονότι έχουν περάσει 2600 χρόνια, κανένας άλλος δεν συντάραξε τα θεμέλια της δημοκρατίας πιο πολύ από τον Σόλωνα. Οι αρχές που διέπουν τους νόμους του Σόλωνα, εντοπίζονται ακόμα και σήμερα σε όλα τα δημοκρατικά συντάγματα του κόσμου. Η αμερικανική δημοκρατία και κάθε δημοκρατία βρετανικού τύπου, είναι πνευματικά τέκνα του. Η δημοκρατία του Σόλωνα προσαρμοσμένη στη σημερινή εποχή, σημαίνει «φορολογία των πλουσίων για την παροχή δωρεάν παιδείας και υγειονομικής μέριμνας στους φτωχούς».

Την περίοδο του Σόλωνα (639 - 559 π.Χ.), η Αθήνα βίωνε τις συνέπειες μιας οικονομικής εξαθλίωσης των πολιτών της. Σαν γνήσιοι άρπαγες, οι Αριστοκράτες της πόλης, έχοντας υπό τον έλεγχό τους στρατό και δικαστήρια, είχαν μετατρέψει την πόλη σε προσωπικό τους «παράδεισο». Η υποδούλωση και η κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ασθενέστερων οικονομικά πολιτών. Με το κύμα της καταπίεσης και της δυσφορίας ολοένα να μεγαλώνει, η εξέγερση ήταν προ των πυλών. Το 594 π.Χ., σε μια πράξη προφανούς πολιτικής σοφίας, σπάνια παρουσιαζόμενη στην ανθρώπινη ιστορία, οι αντιμαχόμενες πλευρές, συμφώνησαν να αναθέσουν στον Σόλωνα την διακυβέρνηση της πόλης, ορίζοντάς τον διαιτητή στη διαμάχη τους.

Ο Σόλωνας, παρόλο που καταγόταν από μια εκ των πιο αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας, λόγω λάθους χειρισμών του πατέρα του ο οποίος χρεοκόπησε τις επιχειρήσεις τους, είχε μετατραπεί σε έναν πλοιοκτήτη μικρής κλίμακας. Λόγω συγγένειας και τάξης, οι αριστοκράτες τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο και πίστευαν ότι θα πάρει το μέρος τους. Αλλά και οι φτωχότεροι του είχαν εμπιστοσύνη, καθώς ήταν ένας απλός έμπορος ο οποίος δεν είχε συντρίψει ποτέ κανέναν από αυτούς. Όπως αφηγείται ο ίδιος ο Σόλωνας σε διασωθέντα έργα του Πλούταρχου, ενώ πριν τον αγαπούσαν όλοι, όταν ανακοίνωσε τη νομοθεσία του, όλοι τον μισούσαν, καθώς δεν έδωσε σε κανέναν ακριβώς ότι ζητούσε.

Οι νόμοι του Σόλωνα:
Αυτό που έκανε αρχικά ήταν να καταργήσει τα σκληρά μέτρα του Δράκοντα. Ύστερα, κατάργησε όλα τα χρέη, ελευθέρωσε όλους όσους είχαν υποδουλωθεί και επιπλέον επαναπάτρισε όσους είχαν πουληθεί ως δούλοι σε άλλες περιοχές. Για να αποφευχθούν μάλιστα μελλοντικά παρόμοια φαινόμενα, κατέστησε την υποδούλωση παράνομη. Μολονότι του ζήτησαν να δημεύσει τις περιουσίες των πλουσίων, ο Σόλωνας επέτρεψε στους Αριστοκράτες να διατηρήσουν τα πλούτη τους και να ασκούν τις ικανότητές τους, ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία. Ωστόσο, άλλαξε ριζικά τα κριτήρια της φορολόγησής τους.

Ο Σόλωνας ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την αναλογική φορολογία, με τους πολίτες να φορολογούνται πλέον βάση του εισοδήματός τους και όχι βάση της καταγωγής τους που γινόταν μέχρι τότε. Το φορολογικό σύστημα που επέβαλλε, αποτελούνταν από πολίτες χωρισμένους σε τέσσερις τάξεις:

  1. Τους Θήτες, οι οποίοι είχαν μικρότερο εισόδημα από τις τέσσερις τάξεις. Σαν οικονομικά ασθενέστεροι, δεν φορολογούνταν καθόλου.
  2. Τους Ζευγίτες, που είχαν εισόδημα μεταξύ 300 και 400 μοδίων σιτηρών. Πλήρωναν τη βασική φορολογία.
  3. Τους Ιππείς, που είχαν εισόδημα μεταξύ 450 και 749 μοδίων. Πλήρωναν το διπλάσιο της βασικής φορολογίας
  4. Τους Πεντακοσιομεδίμνους, οι οποίοι είχαν εισόδημα αντίστοιχο με 750 μοδίους και πάνω. Πλήρωναν 2,4 φορές πάνω από τη βασική φορολογία.

Σημαντικό βήμα προς την εγκαθίδρυση της δημοκρατικής οδού αποτέλεσε και το πάρσιμο της απονομής της δικαιοσύνης από τα χέρια των αριστοκρατών. Ενώ ο Σόλωνας διατήρησε τον Άριο Πάγο, ένα ανώτατο δικαστικό όργανο που αποτελούνταν μόνο από Αριστοκράτες, δημιούργησε επίσης δυο νέα θεσμικά όργανα: Την Εκκλησία του δήμου και την Ηλιαία. Η Εκκλησία του δήμου ήταν η συνέλευση των πολιτών και μπορούσαν να λάβουν μέρος όλοι. Στην ακμή της, η Αθήνα, είχε 25.000 μέλη που αποφάσιζαν για καθημερινά θέματα. Η Ηλιαία, ήταν ένα σώμα 6000 χιλιάδων δικαστών στο οποίο κάποιος είχε το δικαίωμα να εφεσιβάλλει τις αποφάσεις οποιοδήποτε κρατικού λειτουργού, ακόμα και του Αρείου Πάγου.

Οι συνεδριάσεις όλων των θεσμικών οργάνων ήταν πλέον υποχρεωμένες να πραγματοποιούνται δημόσια, έτσι ώστε οι πολίτες να μπορούν να παρακολουθούν και να ακούν τα πάντα. Με τον καιρό, την πραγματική εξουσία την ασκούσε η εκκλησία του δήμου, όπου κάθε πολίτης, πλούσιος ή φτωχός είχε δικαίωμα ψήφου. Και επειδή οι φτωχοί ήταν πάντα περισσότεροι, αναπόφευκτα κυριαρχούσαν.

Κατά τον Σόλωνα, μια πόλη για να κυβερνηθεί άριστα πρέπει «αυτοί που δεν αδικούνται να καταγγέλλουν και καταδιώκουν τους ενόχους, σαν να έχουν αδικήσει τους ίδιους». Όταν τον ρώτησαν αν έδωσε στους Αθηναίους τους καλύτερους νόμους, απάντησε αρνητικά, αλλά όπως τόνισε, έδωσε τους καλύτερους από αυτούς που μπορούν να δεχτούν. Υποστήριξε ότι «δεν πρέπει να θεσπίζονται νόμοι που δεν μπορούν να επιβληθούν», μια ρήση που αποτελεί την πεμπτουσία της σημερινής δημοκρατίας.

Φωτογραφία: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Truth,Justice,_Hope%2834646785120%29.jpg

Ποια είναι τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα;



Η ταξινόμηση των 7 θανάσιμων αμαρτημάτων έγινε από τον Πάπα Γρηγόριο Α' κατά την διάρκεια της θητείας του (590-604 μ.Χ.) και θεωρούνται τα πιο σοβαρά αμαρτήματα σύμφωνα με την καθολική εκκλησία. Τα αμαρτήματα ονομάζονται θανάσιμα, γιατί σύμφωνα με την εκκλησία μπορούν να στερήσουν την θεία χάρη και να οδηγήσουν στην αιώνια καταδίκη της ψυχής του ανθρώπου, εκτός αν συγχωρεθούν με την εξομολόγηση.

Τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα είναι:
Αλαζονεία → Το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανώτερο
Απληστία → Αυτός που θέλει όλο και περισσότερα.
Ζηλοφθονία → Κάποιος που ενοχλείται με την επιτυχία των άλλων.
Λαγνεία → Όταν ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες
Λαιμαργία → Όταν ένας άνθρωπος τρώει πολύ, ασταμάτητα και γρήγορα
Οκνηρία → Η φυγοπονία, η τεμπελιά
Οργή → Ο θυμός, η μνησικακία

Φωτογραφία: http://www.metmuseum.org/art/collection/search/338705

Η ιστορία των blue jeans

 Τα τζιν φτιάχτηκαν για να εξυπηρετούν τους χρυσοθήρες στην Αμερική. Λόγω της δουλειάς τους, ήθελαν ανθεκτικά παντελόνια που να μην σκίζονται. Παρόλο που η σημερινή αγορά έχει κατακλυστεί από πολλές επώνυμες και μη μάρκες παντελονιών (Diesel, Energie, Moschino κτλ.), την ιστορία και τον μεγάλο θόρυβο γύρω από τα «blue jeans» την ξεκίνησε ένας: Ο Lewi Strauss (Λέβι Στράους) με τα Lewi's του. Στα μέσα του 19ου αιώνα, μεγάλα κύματα μεταναστεύσεων κατέληγαν στην Αμερική, κυρίως λόγω της ύπαρξης κοιτασμάτων χρυσού. Μέσα σε αυτά, ήταν και ο γερμανικής καταγωγής Λέβι Στράους, ο οποίος όμως δεν είχε θέσει ως στόχο την ανεύρεση χρυσού. Φτάνοντας το 1853 στο Σαν Φρανσίσκο, σκέφτηκε ότι οι χρυσοθήρες θα χρειάζονται τέντες για να καλύπτουν τις καρότσες τους. Έτσι, μαζί με τα αδέρφια του, άνοιξε ένα κατάστημα με ήδη νεωτερισμού.

Όλα όμως άλλαξαν το 1872, όταν ένας χρυσοθήρας παραπονέθηκε ότι τα παντελόνια τους σκίζονται πολύ εύκολα. Μαζί με τον Ράφτη Τζέικομπ Ντέιβς, έφτιαξαν παντελόνια από χοντρό ύφασμα και με καρφιά στις ραφές, ώστε να είναι πιο ανθεκτικά. Ένα χρόνο αργότερα, τα πρώτα blue jeans έκαναν την εμφάνιση τους. Βάφτηκαν μπλε, για να μην φαίνονται οι λεκέδες από το λάδι αν λερωνόταν. Ο Λέβι Στράους πέθανε το 1902 από βαριά αρρώστια. Πριν πεθάνει, πρόλαβε να δωρίσει τεράστια ποσά σε πανεπιστήμια, σε ιδρύματα και ορφανοτροφεία. «Τα χρήματα δεν φέρνουν ευτυχία στους ιδιοκτήτες τους. Το να τα μοιράζεσαι φέρνει μεγαλύτερη χαρά», συνήθιζε να λέει.

Φωτογραφία: https://www.pexels.com/el-gr/photo/close-up-of-denim-trousers-5729403/

Ποια η διαφορά Ορθοδόξων και Καθολικών;



Η Μόνα Λίζα (ή Τζοκόντα), το διασημότερο ίσως έργο του καλλιτέχνη Λεονάρντο Ντα Βίντσι, φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1505 στη Φλωρεντία (Ιταλία). Σύντομα όμως πέρασε σε γαλλικά χέρια, φτάνοντας να στολίζει αιώνες αργότερα και την κρεβατοκάμαρα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Από το 1804 μέχρι και σήμερα, κοσμεί συνεχώς (;) το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Μέχρι και πριν εκατό χρόνια το συγκεκριμένο έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, θεωρούνταν ένα απλό πορτραίτο.

Το 1911 εκτυλίχθηκε ένα γεγονός, το οποίο χάρισε στον πίνακα στην σημερινή «υστερία». Πιο συγκεκριμένα, στις 21 Αυγούστου 1911, ο Ιταλός Βιτσέντζο Περούτζια, νικημένος από τα εθνικιστικά του φρονήματα, αποπειράθηκε να κλέψει το πορτρέτο της Μόνα Λίζα με σκοπό να το επιστρέψει στην γενέτειρά χώρα που το ανέδειξε. Κρυμμένος σε μια από τις αποθήκες του Μουσείου, περίμενε να νυχτώσει, και αφού βρήκε ένα ασφαλές πέρασμα διαφυγής, εξαφανίστηκε μαζί με τον πίνακα.

Την επόμενη ημέρα, μόλις η κλοπή έγινε γνωστή, ξέσπασε εθνικό πένθος. Τα σύνορα της χώρας σφραγίστηκαν, και μέσα σε λίγες μόνο ημέρες το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Οι θεωρίες συνωμοσίας πίσω από την κλοπή της Τζοκόντα ήταν σχεδόν όσες κυκλοφορούν και για το μυστικό που κρύβεται πίσω από το περίφημο χαμόγελό της. Η γαλλικές αρχές έστρεφαν παντού τις υποψίες τους, ακόμα και στον Ισπανό και ανερχόμενο τότε ζωγράφο, Πάμπλο Πικάσο (φωτογραφία αριστερά). Έπρεπε να περάσουν δυο χρόνια έως ότου ξετυλιχθεί το κουβάρι του μυστηρίου.

Στις 29 Νοεμβρίου του 1913, ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι, έλαβε ένα γράμμα από κάποιον άγνωστο, ο οποίος ισχυρίζονταν ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι είχε σκοπό να τη χαρίσει στην Ιταλία. Με τη βοήθεια της αστυνομίας κατάφερε να παγιδεύσει τον άγνωστο, που δεν ήταν άλλος από τον Βιτσέντζο Περούτζια. Βέβαια, ο Βιτσέντζο, αντιμετωπίστηκε σαν ήρωας στη χώρα του, καθώς το βασικό του του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην πατρίδα της. Γι' αυτό και καταδικάστηκε μόλις σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Από την άλλη, η Μόνα Λίζα, αφού εκτέθηκε για έναν μήνα σε Μουσεία της Ιταλίας, επέστρεψε στις 31 Δεκεμβρίου 1913 και πάλι στο Μουσείο του Λούβρου, μαζί με την επιπλέον αίγλη, λάμψη και δόξα που της είχε χαρίσει πλέον η κλοπή της.

Φωτογραφία: https://snl.no/Mona_Lisa

Γιατί η Μόνα Λίζα είναι τόσο διάσημη;



Η Μόνα Λίζα (ή Τζοκόντα), το διασημότερο ίσως έργο του καλλιτέχνη Λεονάρντο Ντα Βίντσι, φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1505 στη Φλωρεντία (Ιταλία). Σύντομα όμως πέρασε σε γαλλικά χέρια, φτάνοντας να στολίζει αιώνες αργότερα και την κρεβατοκάμαρα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Από το 1804 μέχρι και σήμερα, κοσμεί συνεχώς (;) το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Μέχρι και πριν εκατό χρόνια το συγκεκριμένο έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, θεωρούνταν ένα απλό πορτραίτο.

Το 1911 εκτυλίχθηκε ένα γεγονός, το οποίο χάρισε στον πίνακα στην σημερινή «υστερία». Πιο συγκεκριμένα, στις 21 Αυγούστου 1911, ο Ιταλός Βιτσέντζο Περούτζια, νικημένος από τα εθνικιστικά του φρονήματα, αποπειράθηκε να κλέψει το πορτρέτο της Μόνα Λίζα με σκοπό να το επιστρέψει στην γενέτειρά χώρα που το ανέδειξε. Κρυμμένος σε μια από τις αποθήκες του Μουσείου, περίμενε να νυχτώσει, και αφού βρήκε ένα ασφαλές πέρασμα διαφυγής, εξαφανίστηκε μαζί με τον πίνακα.

Την επόμενη ημέρα, μόλις η κλοπή έγινε γνωστή, ξέσπασε εθνικό πένθος. Τα σύνορα της χώρας σφραγίστηκαν, και μέσα σε λίγες μόνο ημέρες το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Οι θεωρίες συνωμοσίας πίσω από την κλοπή της Τζοκόντα ήταν σχεδόν όσες κυκλοφορούν και για το μυστικό που κρύβεται πίσω από το περίφημο χαμόγελό της. Η γαλλικές αρχές έστρεφαν παντού τις υποψίες τους, ακόμα και στον Ισπανό και ανερχόμενο τότε ζωγράφο, Πάμπλο Πικάσο (φωτογραφία αριστερά). Έπρεπε να περάσουν δυο χρόνια έως ότου ξετυλιχθεί το κουβάρι του μυστηρίου.

Στις 29 Νοεμβρίου του 1913, ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι, έλαβε ένα γράμμα από κάποιον άγνωστο, ο οποίος ισχυρίζονταν ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι είχε σκοπό να τη χαρίσει στην Ιταλία. Με τη βοήθεια της αστυνομίας κατάφερε να παγιδεύσει τον άγνωστο, που δεν ήταν άλλος από τον Βιτσέντζο Περούτζια. Βέβαια, ο Βιτσέντζο, αντιμετωπίστηκε σαν ήρωας στη χώρα του, καθώς το βασικό του του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην πατρίδα της. Γι' αυτό και καταδικάστηκε μόλις σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Από την άλλη, η Μόνα Λίζα, αφού εκτέθηκε για έναν μήνα σε Μουσεία της Ιταλίας, επέστρεψε στις 31 Δεκεμβρίου 1913 και πάλι στο Μουσείο του Λούβρου, μαζί με την επιπλέον αίγλη, λάμψη και δόξα που της είχε χαρίσει πλέον η κλοπή της.

Φωτογραφία: https://snl.no/Mona_Lisa

Τα χρυσόψαρα έχουν μνήμη;



Κι όμως ναι, έχουν. Η φράση «έχει μνήμη χρυσόψαρου» είναι απλά ένας μύθος. Ύστερα από έρευνες και πειράματα που πραγματοποιήθηκαν, οι επιστήμονες απέδειξαν όχι μόνο πως τα χρυσόψαρα έχουν μνήμη μεγαλύτερη από τρία δευτερόλεπτα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και μνήμη μεγαλύτερη των τριών μηνών. Αυτό το πέτυχαν παρατηρώντας τα χρυσόψαρα κατά την διάρκεια του φαγητού τους: Τοποθέτησαν μια ειδική συσκευή στο νερό, ή οποία θα παρείχε τροφή σε αυτά μόνο μια συγκεκριμένη ώρα. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή δεν θα περιείχε τίποτα. Τα χρυσόψαρα αφομοίωσαν γρήγορα την ώρα του φαγητού, πηγαίνοντας μόνο τότε για να τραφούν. Κατά διαστήματα άλλαζαν την ώρα σίτισής τους, αλλά και πάλι η αφομοίωση ήταν άμεση. Παρεμφερή πειράματα πραγματοποιήθηκαν και υπό την αιγίδα των χωρών του Ισραήλ και της Ιρλανδίας, επαληθεύοντας τα αποτελέσματα.

Φωτο: https://pixnio.com/media/goldfish-aquarium-miniature-interior-decoration-bowl